Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο

Το γέλιο

Τὸ’ á½¡ραá¿–ο γέλιο

οá¼±’ φοβισμένοι

τὸ’ βλέπουν’ á¼μαρτωλό.

Αὐτὸ’ ξεσπá¾¶’ σá½°ν φωτεινὸς χείμαρος

ὑδάτινου μεγαλείου.

Εá¼¶ναι’ á¼¡’ χαρá½°

ποὺ’ τρέμουν οá¼±’ á¼€ρνητá½²ς ,

á¼€νίδεοι τῆς’ á¼ˆνάστασης.

Βαρὺς’ á½’ βραχνάς τους, χωρá½¶ς ξαστέρωμα.

Ἡ’ á½¡ραιότητα τῆς καθαρῆς καρδιá¾¶ς,

á¼€ναπετá¾¶’ τá½°’ á¼€ρχέγονα περιστέρια τῆς εá¼°ρήνης.

Στὸ’ á½„μορφο γέλιο

μυρίζει θεία’ á¼¡’ χαρά.

’ Το’ á¼€ναστάσιμο “Χαίρετε” Ποιὸς τὸ’ εá¼¶πε;

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *