Λέω να πιάσω την ποίηση
με τον πρώτο ανασασμό της μέρας,
καθώς μες την εκκλησιά γλυκοξυπνάει
την ακοίμητη ελπίδα το οχτωήχι.
Τα κτίσματα με τα ελαφρά υλικά
χαίρονται ευωδιές πέρα από τα σύνορα.
Τότε επ’ αυτοφώρω την μνήμη μου συλλαμβάνω
Αμνήμονη
στους σκοτωμούς ,τις οιμωγές ,τις βόμβες, το δάκρυ
στη γη, σ’ όλη τη γη, Συρία Παλαιστίνη.
Αυτοί που γεύτηκαν τον θάνατο, τον αντικερνούν αρτιμελή.
Αίφνης και πάντα καταβαραθρώνεται ο αθώος,
τα άπειρα φωτάκια σβήνουν.
Οι αλυσίδες εκ προμελέτης φονεύουν το φως.
Μάσκες θανάτου τα ερείπια, ποιος ποιητής θα τα αναστήσει;
Σ’ αυτήν τη ζήση; Στην άλλη;