Μá½² ἕνα ἄνθος á¼€γάπης στá½´ χούφτα μου
περνάω τὶς θύρες τῆς μνήμης…
Ἔρημες, σκοτεινá½²ς’ á¼κκλησιá½²ς
μοῦ ξυπνοῦν παλιá½²ς εá¼°κόνες
κι á¼€χνοσαλεύουνε μορφá½²ς
á¼€λλοτινá½²ς κι á¼€γαπημένες…
Νά, á½ χοντρούλης στρατιώτης ψάλλει
μá½²ς στá½´ λερá½´ χακί του χλαίνη γονατιστὸς
καὶ πιὸ κεá¿– διπλωμένος στá½° δύο
-εá½αγγελικὸς συγκύπτων –
ἕνας παππούλης σέρνει τá½´ν φωνή του
καὶ τ’ ἄσπρα ράσα του στὸν á¼±ερὸ χῶρο.
Στὸ μαῦρο ράσο μπρούμυτος
-ὡς ἄλλος μουσουλμάνος-
á½ δόκιμος á¼€ναχωρητá½´ς στá½´ν ἄλλη ἄκρη.
Καὶ τá½´ν αá½γá½´, καθá½¼ς τὸ λίγο φῶς
στá½° νυσταγμένα μάτια μου
ὑμνολογεá¿– τὸν Κτίστη ,
ταξιδεύω στá½´ν á¼€περαντοσύνη
τῆς μόνης «οá½τοπίας» ποὺ ὑπόσχεται
τὸν τόπο τοῦ ἄλλου τρόπου.